Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καλαμη-φάγος

См. также в других словарях:

  • κιναρηφάγος — κιναρηφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β τού ἐσθίω) το η αντί ο για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανη φάγος, καλαμη φάγος)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμηφάγος — καλαμηφάγος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. κρεατο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»