-
1 καλαμητόμος
κᾰλᾰμη-τόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμητόμος
-
2 καλαμητόμον
καλαμητόμοςcutting stalks: masc /fem acc sgκαλαμητόμοςcutting stalks: neut nom /voc /acc sg -
3 ἅρπη
ἅρπη, ἡ, unknownA bird of prey, prob. shearwater, [Ἀθήνη] ἅρπῃ ἐϊκυῖα τανυπτέρυγι λιγυφώνῳ Il.19.350
; a sea-bird acc. to Arist.HA 609a24, cf. Ael.NA2.47, Dionys.Av.1.4 (describing the Lämmergeier).II sickle, = δρέπανον, Hes.Op. 573, S.Fr. 424;καλαμητόμος A.R.4.987
: hence, the scimitar of Perseus, Pherecyd.11J., cf. E. Ion 192 (lyr., pl.).2 elephant-goad, Ael.NA13.22.3 metaph. of a hippopotamus' tooth, Nic.Th. 567.4 bill-hook, J.AJ14.15.5.5 kind of fish, Marc.Sid.22. (Cf. Lat. sarpio, sarpo, etc.)
См. также в других словарях:
καλαμητόμος — καλαμητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, υλο τόμος] … Dictionary of Greek
καλαμητόμον — καλαμητόμος cutting stalks masc/fem acc sg καλαμητόμος cutting stalks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
γεισίποδας — ο (Α γεισίπους και γεισήπους) το μέρος τής δοκού τής στέγης που προεξέχει από τον τοίχο για να στηρίξει το γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γείσον + πους. Ο τ. γεισήπους με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο , αν δεν οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό προς το αμαξήπους … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek
καλαμητομία — και καλαμητομίη, ἡ (Α) [καλαμητόμος] το κόψιμο τών καλαμιών τού σταριού, θερισμός … Dictionary of Greek