-
1 καλαμεύς
-
2 καλαμεύς
καλαμεύς, ὁ, der Angler
См. также в других словарях:
καλαμεύς — καλαμεύς, ὁ (Α) [κάλαμος] ψαράς … Dictionary of Greek
καλαμῆες — καλαμεύς angler masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek