-
1 καλαμανθήλη
καλαμανθήλη, ἡ,A = ἀνθήλη, Edict.Diocl.18.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμανθήλη
-
2 κανθήλη
κανθήλη, ἡ,A = καλαμανθήλη, rush used for candle-wicks, Edict. Diocl.18.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανθήλη
См. также в других словарях:
καλαμανθήλη — καλαμανθήλη, ἡ (Α) το στάχυ με το καλάμι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + ἀνθήλη «θύσανος»] … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek
κανθήλη — κανθήλη, ἡ (Α) είδος βούρλου που χρησιμοποιούσαν ως φιτίλι στις λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού καλαμανθήλη*] … Dictionary of Greek