-
1 κόλαβρος
Grammatical information: m.Other forms: m. = χοιρίδιον (H. [cod. κοιλίδιον], Suid.); v.l. καλαβρισμός codd. Ath. 14, 629d. Cf. κολόβριον `id.' (Ar. Byz. ap. Eust. 1817, 19) Fur. 343.Derivatives: κολαβρίζειν σκιρτᾶν (H.) with κολαβρισμός (Ath., Poll.), pass. `to be derided' (LXX); κολαβρευομένη κώλοις ἁλλομένη H. See Lawler and Kober Class. Phil. 40, 98ff. with hypotheses on the etymology.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Poll. 4, 100 calls the dance Thracian or Carian; so prob. a foreign word. Cf. Suid. κολαβρισθείη χλειασθείη, ἐκτιναχθείη, ἀτιμασθείη κόλαβρος γὰρ ὁ μικρὸς χαῖρος. Fur. 343 compares κολόβριον `small pig' (Ar. Byz. ap. Eust. 1817, 19); so a Pre-Greek word. And for the dance καλλαβίς `a passionate dance', and note καλαβρισμός codd. Ath. 14, 629d.Page in Frisk: 1,896Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλαβρος
-
2 καλαβάς
A v. Καλλαβίς. [full] καλαβοίδια (i.e. καλαϝοίδια), τά, hymns in honour of Artemis, Id. ( καλαβοῦτοι cod.); cf. Καλαοίδια. [full] κᾰλαβρίζω, [full] κᾰλαβρισμός, v. κολαβρ-. [full] καλαβρός· βάρβαρος, Id. [full] καλαβύστας· τοὺς κωλώτας ([place name] Argive), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαβάς
См. также в других словарях:
καλαβρισμός — καλαβρισμός, ὁ (Α) βλ. κολαβρισμὸς … Dictionary of Greek
τελεσιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης και χαλκουργός από την Αθήνα, που έζησε στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. Αναφέρεται ως ο κατασκευαστής δύο περίφημων πλαστικών έργων της Τήνου από χαλκό που παριστάνουν τον Ποσειδώνα και την Αφροδίτη. 2. Μουσικός… … Dictionary of Greek