-
1 καλαβρίζω
καλαβρίζω u. καλαβρισμός, f. κολαβρίζω.
-
2 κολαβρισμός
κολαβρισμός, ὁ, eine Art Waffentanz, Poll. 4, 100. Bei Ath. XIV, 629 d steht καλαβρισμός.
См. также в других словарях:
καλαβρισμός — καλαβρισμός, ὁ (Α) βλ. κολαβρισμὸς … Dictionary of Greek
τελεσιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης και χαλκουργός από την Αθήνα, που έζησε στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. Αναφέρεται ως ο κατασκευαστής δύο περίφημων πλαστικών έργων της Τήνου από χαλκό που παριστάνουν τον Ποσειδώνα και την Αφροδίτη. 2. Μουσικός… … Dictionary of Greek