-
1 καλίκιοι
-
2 καλικιοι
-
3 καλίκιοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλίκιοι
-
4 καλίκιοι
καλίκιοι, οἱ, das lat. calcei, Schuhe -
5 καλικίους
καλίκιοιcalcei: masc acc pl -
6 κάλτιος
κάλτιος, ὁ, Sicil. form of Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάλτιος
-
7 κάλτιος
Grammatical information: m.Meaning: `shoe' (Rhinth., Plu., Edict. Diocl.); also κάλτοι (for κάλτ\<ι\>οι?) ὑποδήματα κοῖλα, ἐν οἷς ἱππεύουσι H.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Page in Frisk: 1,768Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάλτιος
См. также в других словарях:
καλίκιοι — καλίκιοι, οἱ (Α) υποδήματα τών Ρωμαίων εκείνων που φορούσαν τήβεννο («πίλεον ἔχων και τήβεννον καὶ καλικίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. calcei (πληθ. τού calceus) < calx «φτέρνα»] … Dictionary of Greek
καλικίους — καλίκιοι calcei masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)