-
1 κακυνομαι
1) совершать низкие поступки, подло поступать(τοῖσδε βουλεύμασι Eur.)
2) вести себя дурно, малодушно(τοῖς μὲν τὸ δέον ποιοῦσιν ἐπικελεύειν, τοῖς δὲ κακυνομένοις ἀπειλεῖν Xen.)
3) быть предметом обвинений или нападокἐφ΄ οἷσι νῦν ἐγὼ κἀκύνομαι Eur. — (то), в чем теперь меня винят
См. также в других словарях:
κακύνομαι — κακύ̱νομαι , κακύνω damage aor subj mid 1st sg (epic) κακύ̱νομαι , κακύνω damage pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0569 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c չ. κακύνομαι, πονηρέομαι depravor, pervertor, nequiter ago χείρων γίνομαι pejor fio. Փոխիլ կամ բերիլ ի չար անդր. վատթարանալ. անզգամիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)