Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κακόφωνος

См. также в других словарях:

  • κακόφωνος — ill sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφωνος — η, ο (AM κακόφωνος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει κακή, βραχνή, ή δυσάρεστη φωνή 2. (για ήχους, λέξεις, ονόματα ή πράγματα) αυτός που ηχεί άσχημα, δυσάρεστος στην ακοή, κακόηχος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφωνον η κακοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κακόφωνος — η, ο αυτός που έχει κακή φωνή: Δεν κάνεις για τραγουδιστής, γιατί είσαι κακόφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοφωνότερον — κακόφωνος ill sounding adverbial comp κακόφωνος ill sounding masc acc comp sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνοτάτων — κακόφωνος ill sounding fem gen superl pl κακόφωνος ill sounding masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφώνως — κακόφωνος ill sounding adverbial κακόφωνος ill sounding masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόφωνον — κακόφωνος ill sounding masc/fem acc sg κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνότερα — κακόφωνος ill sounding neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνότεροι — κακόφωνος ill sounding masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφώνοις — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφώνου — κακόφωνος ill sounding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»