Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κακόσχολος

См. также в других словарях:

  • κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • κακόσχολος — mischievous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσχόλως — κακόσχολος mischievous adverbial κακόσχολος mischievous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσχολον — κακόσχολος mischievous masc/fem acc sg κακόσχολος mischievous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσχόλου — κακόσχολος mischievous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσχόλους — κακόσχολος mischievous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσχόλων — κακόσχολος mischievous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσχόλῳ — κακόσχολος mischievous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσχολα — κακόσχολος mischievous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσχολε — κακόσχολος mischievous masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσχολοι — κακόσχολος mischievous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»