-
1 κακοκνημος
-
2 κακόκνημος
κακόκνημοςweak-legged: masc /fem nom sg -
3 κακόκνημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόκνημος
-
4 κακόκνημος
-
5 κακόκνημον
κακόκνημοςweak-legged: masc /fem acc sgκακόκνημοςweak-legged: neut nom /voc /acc sg -
6 κακόκνημοι
κακόκνημοςweak-legged: masc /fem nom /voc pl -
7 κακοκνάμοισιν
κακοκνά̱μοισιν, κακόκνημοςweak-legged: masc /fem /neut dat pl (epic doric ionic aeolic) -
8 κακόφθαρτος
κᾰκό-φθαρτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόφθαρτος
См. также в других словарях:
κακόκνημος — κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, ον (Α) αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κνήμη] … Dictionary of Greek
κακόκνημος — weak legged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόκνημον — κακόκνημος weak legged masc/fem acc sg κακόκνημος weak legged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόκνημοι — κακόκνημος weak legged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοκνάμοισιν — κακοκνά̱μοισιν , κακόκνημος weak legged masc/fem/neut dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)