Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κακόκνημος

См. также в других словарях:

  • κακόκνημος — κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, ον (Α) αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κνήμη] …   Dictionary of Greek

  • κακόκνημος — weak legged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόκνημον — κακόκνημος weak legged masc/fem acc sg κακόκνημος weak legged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόκνημοι — κακόκνημος weak legged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοκνάμοισιν — κακοκνά̱μοισιν , κακόκνημος weak legged masc/fem/neut dat pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»