Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κακώτερος

См. также в других словарях:

  • κακώτερος — κακώτερος, έρα, ον (Α) αλλ. τ. τού κακίων* …   Dictionary of Greek

  • κακώτερος — κακός bad masc nom comp sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακιότερος — κακιότερος, α, ον (Α) κακίων, πιο κακός, χειρότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος] …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»