Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κακό-κριτος

См. также в других словарях:

  • νεόκριτος — νεόκριτος, ον (Α) αυτός που διακρίθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κριτος (< κρίνω), πρβλ. κακό κριτος] …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»