-
1 κακό-κριτος
κακό-κριτος, = δύςκριτος, Galen.
См. также в других словарях:
νεόκριτος — νεόκριτος, ον (Α) αυτός που διακρίθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κριτος (< κρίνω), πρβλ. κακό κριτος] … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek