-
1 κακό-νοος
См. также в других словарях:
κακόνως — κακόνους ill disposed adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόνους — oυν (AM κακόνους, ουν και οος, οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι) αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.). επίρρ... κακονόως και κακόνως (Α) με δυσμένεια, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + … Dictionary of Greek