-
1 κακό-κνημος
κακό-κνημος, mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκνᾱμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.
См. также в других словарях:
κακόκνημος — κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, ον (Α) αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κνήμη] … Dictionary of Greek