Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κακο-σχήμων

См. также в других словарях:

  • λευκοσχήμων — λευκοσχήμων, ὁ, ἡ (Α) άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. κακο σχήμων] …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»