-
1 κακο-σχήμων
κακο-σχήμων, ον, von schlechtem Anstand, unschicklich, ψυχὴν ἀτιμότατα καὶ κακοσχημονέστατα διατιϑείς Plat. Legg. V, 728 b.
-
2 κακοσχήμων
κακο-σχήμων, ον, u. κακό-σχημος, von schlechtem Anstand, unschicklich
См. также в других словарях:
λευκοσχήμων — λευκοσχήμων, ὁ, ἡ (Α) άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. κακο σχήμων] … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek