-
1 κακο-κέλαδος
κακο-κέλαδος, Erkl. von δυςκέλαδος, Procl. zu Hes. O. 194.
См. также в других словарях:
καλλικέλαδος — η, ο (AM καλλικέλαδος, ον) καλλίφωνος, αυτός που τραγουδάει, ψάλλει ή ηχεί ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κέλαδος (< κέλαδος, ὁ «θόρυβος»), πρβλ. κακο κέλαδος, νεο κέλαδος] … Dictionary of Greek