-
1 κακο-ηθίζομαι
κακο-ηθίζομαι, ein κακοήϑης sein, Sp.; verläumden, herabsetzen, Stob. ecl. phys. 2 p. 40; τῷ διαβάλλοντι κακοηϑιστέον ἐπὶ τὸ χεῖρον ἐκλαμβάνοντι Arist. rhet. 3, 15.
-
2 κακοηθίζομαι
κακο-ηθίζομαι, verleumden, herabsetzen -
3 κακοηθιζομαι
представлять в дурном свете, чернитьτῷ διαβάλλοντι κακοηθιστέον ἐπὴ τὸ χεῖρον Arst. — обвиняющему приходится представлять (своего противника) в дурном свете и с дурной стороны