Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κακο-γείτων

См. также в других словарях:

  • πλησιογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει άμεσα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + γείτων (πρβλ. κακο γείτων)] …   Dictionary of Greek

  • φιλογείτων — ον, Α ο φιλικός προς τους γείτονές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γείτων «γείτονας» (πρβλ. κακο γείτων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»