-
1 κακο-γείτων
κακο-γείτων, ονος, ὁ, Unglücksgefährte; Soph. Phil. 689 οὐδέ τιν' ἐγχώρων κακογείτονα παρ' ᾡ στόνον ἀποκλαύσειεν, keinen Gefährten des Unglücks, od. mit στόνος verbunden, das Geseufz über das Unglück, das wieder ein unangenehmer Genosse ist, vgl. Lob. Phryn. 601; κακογείτονες ἐχϑροί Callim. Cer. 118.
-
2 κακογείτων
κακο-γείτων, ονος, ὁ, Unglücksgefährte
См. также в других словарях:
πλησιογείτων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει άμεσα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + γείτων (πρβλ. κακο γείτων)] … Dictionary of Greek
φιλογείτων — ον, Α ο φιλικός προς τους γείτονές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γείτων «γείτονας» (πρβλ. κακο γείτων)] … Dictionary of Greek