-
1 κακουργώ
κακουργέωdo evil: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κακουργέωdo evil: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 κακουργῶ
κακουργέωdo evil: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κακουργέωdo evil: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 κακούργω
κάκουργοςdoing ill: masc /fem /neut nom /voc /acc dualκάκουργοςdoing ill: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)κακοῦργοςmasc /fem /neut nom /voc /acc dualκακοῦργοςmasc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————κάκουργοςdoing ill: masc /fem /neut dat sgκακοῦργοςmasc /fem /neut dat sg -
4 κακούργῳ
Βλ. λ. κακούργω
См. также в других словарях:
κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
κακουργώ — κακούργησα, κάνω κακό και μάλιστα έγκλημα: Μη φωνάζεις έτσι, δεν κακούργησα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακουργῶ — κακουργέω do evil pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακουργέω do evil pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργω — κάκουργος doing ill masc/fem/neut nom/voc/acc dual κάκουργος doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κακοῦργος masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακοῦργος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακούργῳ — κάκουργος doing ill masc/fem/neut dat sg κακοῦργος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής … Dictionary of Greek
κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κακοπράσσω — (Μ) κακουργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + πράσσω] … Dictionary of Greek
κακούργημα — το (AM κακούργημα) [κακουργώ] 1. μεγάλο και βαρύ έγκλημα («η πράξη του θεωρήθηκε κακούργημα») 2. απάνθρωπη πράξη μσν. αρχ. κακό έργο, κακό τέχνασμα, δόλος, απάτη («ἔτι τούτου μεῑζον κακούργημα θεάσασθε», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
κεκακουργημένως — (Α) επίρρ. με κακία, με κακούργο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκακουργημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κακουργώ «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
προσκακουργώ — έω, Α [κακουργῶ] βλάπτω επί πλέον … Dictionary of Greek