Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κακοφραδές

См. также в других словарях:

  • κακοφραδές — κακοφραδής bad in counsel masc/fem voc sg κακοφραδής bad in counsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] …   Dictionary of Greek

  • νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»