Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κακουργικός

См. также в других словарях:

  • κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κακουργικά — κακουργικός malicious neut nom/voc/acc pl κακουργικά̱ , κακουργικός malicious fem nom/voc/acc dual κακουργικά̱ , κακουργικός malicious fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργικήν — κακουργικός malicious fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»