-
21 πανουργία
πανουργία, ας, ἡ (πανοῦργος; Aeschyl., X., Pla. et al.; Polyb. 29, 8, 8; Plut., Mor. 91b [w. ἀπάτη]; Herodian 2, 9, 11 [w. δόλος]; OGI 515, 47 [w. κακουργία]; POxy 237 VIII, 12 [II A.D.]; LXX; Philo, De Op. Mund. 155 al.; Jos., Bell. 4, 503 al.; Test 12Patr) quite predom., and in our lit. exclusively, in an unfavorable sense (rascally, evil) cunning, craftiness, trickery, lit. ‘readiness to do anything’ Lk 20:23; 1 Cor 3:19 (in Job 5:12, 13, which is basic to this pass., vs. 12 has the adj. πανοῦργος); 2 Cor 4:2; 11:3 (in Gen 3:1 Aq. and Sym. have the adj. πανοῦργος); Eph 4:14.—M-M. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek
κακουργία — κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργίᾳ — κᾱκουργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργία — κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual (epic) κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργίας — κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl (epic) κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργίας — κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής … Dictionary of Greek
κακοεργία — κακοεργία, ἡ (Α) βλ. κακουργία … Dictionary of Greek
κακουργιοδίκης — ο δικαστής κακουργιοδικείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουργία + δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek