-
1 κακουργία
κακουργία, ἡ, das Wesen eines κακοῦργος, Schlechtigkeit, Missethat, Betrug; τῆς πόλεως Plat. Rep. IV, 434 c; τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίαι τῶν πωλούντων Legg. XI, 917 e; neben ἀπάται καὶ δολώσεις Xen. Cyr. 1, 6, 28.
-
2 κακουργία
-
3 φαρμακεία
-
4 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, impf. ἐπετήδευον, Plat. Phaed. 64 a, perf. ἐπιτετήδευκα, ibd. 82 a, obwohl es kein simplex giebt ( ἐπιτηδές); genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben; = ϑεραπεύω, Soph. El. 301; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι Ar. Ran. 1096, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας Her. 1, 135, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, thaten sie mit Fleiß, Thuc. 1, 37; τέχνην, eine Kunst treiben, Plat. Theaet. 149 a; εἷς ἕκαστος ἓν ἐπιτήδευμα καλῶς ἐπιτηδεύοι Rep. III, 394 e; ἀρετήν X, 613 a; φιλοσοφίαν Euthyd. 307 b u. ä. öfter; τὸ μὲν ἐπιτηδευτέον, τὸ δ' οὔ Theaet. 176 b; εὐσέβειαν Antiph. 2 γ 11; Folgende; absolut, sich anstrengen, Lycurg.; ἐπιτηδεύσας ὅκως ζεύξῃ Her. 3, 102; listig ersinnen, τὶ πρός τι, 6, 125; pass., κακά τινι ἐπιτετήδευται Lys. 13, 65; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 40; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht, Her. 1, 98; – pflegen, Her. 3, 18; ἐπετήδευε κομᾶν Plat. Gorg. 524 c.
-
5 ἐπιτηδεύω
ἐπιτηδεύω, genau, mit Sorgfalt verrichten, betreiben, ἐν τοῖς κακοῖς πολλή γ' ἀνάγκη κἀπιτηδεύειν κακά, Böses treiben;; λαλιὰν ἐπιτηδεῦσαι, sich auf Geschwätz legen; εὐπαϑείας, sich dem Wohlleben ergeben; τὸ δ' ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ ἐπετήδευσαν, taten sie mit Fleiß; τέχνην, eine Kunst treiben; sich anstrengen; listig ersinnen; κύνες ἐπιτετηδευμέναι πρὸς τὸ αἱρεῖν, Hunde, die abgerichtet sind, zu fangen; τὸ δ' ἐπετηδεύϑη, war mit Fleiß gemacht; pflegen
См. также в других словарях:
κακουργία — η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος] το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα μσν. αρχ. πληθ. αἱ… … Dictionary of Greek
κακουργία — κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργίᾳ — κᾱκουργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργία — κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual (epic) κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοεργίας — κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl (epic) κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργίας — κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής … Dictionary of Greek
κακοεργία — κακοεργία, ἡ (Α) βλ. κακουργία … Dictionary of Greek
κακουργιοδίκης — ο δικαστής κακουργιοδικείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουργία + δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… … Dictionary of Greek