Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κακοτεχνίᾳ

См. также в других словарях:

  • κακοτεχνία — κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc/acc dual κακοτεχνίᾱ , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίᾳ — κακοτεχνίαι , κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • κακοτεχνίας — κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem acc pl κακοτεχνίᾱς , κακοτεχνία base artifice fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαι — κακοτεχνία base artifice fem nom/voc pl κακοτεχνίᾱͅ , κακοτεχνία base artifice fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαν — κακοτεχνίᾱν , κακοτεχνία base artifice fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνιῶν — κακοτεχνία base artifice fem gen pl κακοτεχνίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίαις — κακοτεχνία base artifice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτεχνίην — κακοτεχνία base artifice fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • ԶՐԱՐՈՒԵՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0752 Chronological Sequence: Early classical գ. Զուր եւ անշահ արուեստ, կամ աշխատութիւն. յն. զրաջանութիւն ματαιοπονία . եւ Չարարուեստութիւն κακοτεχνία. *Մինչդեռ խնդրէին, թէ զի՛նչ արուեստն իցէ, եւ զի՛նչ չարարուեստն, եւ ʼի զրարուեստութիւնս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»