-
1 κακοστόμαχος
κακο-στόμαχος, mit schlechtem, schwachem oder verdorbenem Magen; den Magen schwächend oder verderbend, schwer zu verdauen -
2 εὐ-στόμαχος
εὐ-στόμαχος, gut für den Magen, magenstärkend, Ggstz κακοστόμαχος, Ath. I, 26 f u. öfter; Plut. u. a. Sp. – Adv., mit gutem Magen, guter Verdauung, ἀπορέγχειν Parmenio 15 (XI, 4); ferre aliquid, Cic. ad Att. 9, 5.
См. также в других словарях:
κακοστόμαχος — having a sensitive stomach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστόμαχος — η, ο (AM κακοστόμαχος, ον) 1. αυτός που έχει ευπαθές στομάχι, αυτός που υποφέρει από στομάχι ή που έχει κακοστομαχιά 2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί κακό στο στομάχι, δύσπεπτος νεοελλ. (για πρόσ.) μτφ. αχώνευτος, ανυπόφορος, αυτός που προξενεί … Dictionary of Greek
κακοστόμαχος — η, ο 1. (για ανθρώπους), που έχει ελαττωματικό στομάχι, που υποφέρει από το στομάχι του. 2. (για τροφές), που προξενεί δυσπεψία, δυσκολοχώνευτος. 3. μτφ., που προκαλεί σε άλλον ψυχική στενοχώρια, που του κάθεται στο στομάχι: Μου έχει γίνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοστομαχώτερον — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc acc comp sg κακοστόμαχος having a sensitive stomach neut nom/voc/acc comp sg κακοστόμαχος having a sensitive stomach adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστόμαχον — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem acc sg κακοστόμαχος having a sensitive stomach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομαχώτερα — κακοστόμαχος having a sensitive stomach neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομαχώτεραι — κακοστόμαχος having a sensitive stomach fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομαχώτερος — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομάχοις — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομάχου — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοστομάχους — κακοστόμαχος having a sensitive stomach masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)