-
1 κακοπαρθενος
См. также в других словарях:
κακοπάρθενος — κακοπάρθενος, ἡ (Α) 1. άτυχη, καταραμένη παρθένος 2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρη («κακοπάρθενος Μοῑρα» ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + παρθένος] … Dictionary of Greek
κακοπάρθενε — κακοπάρθενος accursed maiden masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek