Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κακοπάρθενος

См. также в других словарях:

  • κακοπάρθενος — κακοπάρθενος, ἡ (Α) 1. άτυχη, καταραμένη παρθένος 2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρη («κακοπάρθενος Μοῑρα» ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + παρθένος] …   Dictionary of Greek

  • κακοπάρθενε — κακοπάρθενος accursed maiden masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»