-
1 κακοπραγμοσύνη
κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 κακοπραγμοσύνῃ
Βλ. λ. κακοπραγμοσύνη -
3 κακοπραγμοσύνη
κᾰκοπρᾱγ-μοσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοπραγμοσύνη
-
4 κακοπραγμοσύναι
κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem nom /voc plκακοπραγμοσύνᾱͅ, κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem dat sg (doric aeolic) -
5 κακοπραγμοσύνην
κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 κακοπραγμοσύνης
κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 κακοπραγμοσύνας
κακοπραγμοσύνᾱς, κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem acc plκακοπραγμοσύνᾱς, κακοπραγμοσύνηevil-doing: fem gen sg (doric aeolic) -
8 ἐφικνέομαι
Aἐφίξυμαι Xenoph.6.3
: [tense] aor. 2 ἐφῑκόμην, [dialect] Ep. - ῐκόμην Il.13.613: [tense] pf.ἐφῖγμαι D.25.101
:I reach at, aim at, c. gen., of two combatants,ἅμα δ' ἀλλήλων ἐφίκοντο Il.13.613
; simply, reach or hit with a stick,εὐ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Pl.Hp.Ma. 292a
;ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Isoc.12.227
; , cf. Plu.2.267c, etc.;σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσε Antiph.55.20
;τὰ βέλη ἐ. ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36
.2 reach, extend,ὅσον ὁ ἥλιος ἐ. Thphr.HP1
. 7.1, etc.;ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐ. X.Cyr.5.5.8
; ἐ. ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ' ἑαυτοῦ φόβῳ to reach by the terror of his name over.., ib.1.1.5; ἐ. ἐς τὸ λεπτότατον to reach to the smallest matter, Luc.JConf.19;ὅπου μὴ ἐ. ἡ λεοντῆ, προσραπτέον.. τὴν ἀλωπεκῆν Plu.2.190e
; c. part.,ἐ. φθεγγόμενον Id.TG18
;ἐ. βλέποντα μέχρι τινός D.Chr.62.1
.3 metaph., hit, touch the right points,ἐ. ἐξαριθμούμενος Plb.1.57.3
;τὰ ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Hdt.7.9
.4 reach, attain to,τῆς ἀρετῆς Isoc.1.5
;ἀνδραγαθίας Aeschin.3.189
;τοῦ τριηραρχεῖν D.20.28
, cf. 122;τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν Id.19.65
: c. inf., ἐ. τῷ λόγῳ διελθεῖν to be able to.., Plu.2.338c, cf. Plb.1.4.11, Inscr.Prien.105.47 (i B. C.): abs., succeed in one's projects, App.Mith. 102; of a poison, reach a vital part, take effect, ib. 111.II c. acc., to come upon, like ἐφικάνω, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pi.I.5(4).15: c. dupl. acc., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον to visit it with blows, Hdt.7.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφικνέομαι
См. также в других словарях:
κακοπραγμοσύνη — evil doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγμοσύνῃ — κακοπραγμοσύνη evil doing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγμοσύνη — η (Α κακοπραγμοσύνη) [κακοπράγμων] κακή πράξη, ενασχόληση με το κακό … Dictionary of Greek
κακοπραγμοσύναι — κακοπραγμοσύνη evil doing fem nom/voc pl κακοπραγμοσύνᾱͅ , κακοπραγμοσύνη evil doing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγμοσύνην — κακοπραγμοσύνη evil doing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγμοσύνης — κακοπραγμοσύνη evil doing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπραγμοσύνας — κακοπραγμοσύνᾱς , κακοπραγμοσύνη evil doing fem acc pl κακοπραγμοσύνᾱς , κακοπραγμοσύνη evil doing fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)