Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κακοποιῷ

См. также в других словарях:

  • κακοποιώ — κακοποιώ, κακοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κακοποιώ — κακοποίησα, κακοποιήθηκα, κακοποιημένος 1. μεταχειρίζομαι κάποιον άσχημα, τον βλάπτω: Πολλοί κακοποιήθηκαν από την αστυνομία. 2. βιάζω: Την παρέσυρε στο δάσος και την κακοποίησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοποιῶ — κακοποιέω do ill pres subj act 1st sg (attic epic doric) κακοποιέω do ill pres ind act 1st sg (attic epic doric) κακοποιός doing ill masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοποιῷ — κακοποιός doing ill masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαικίζομαι — Α κακοποιώ κάποιον προηγουμένως, εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰκίζω, ομαι «κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προκαταικίζω — Α κακοποιώ, βασανίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταικίζω «κακοποιώ, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκακουργώ — έω, Α 1. κακοποιώ κάποιον μαζί με άλλους («ᾐτιᾱτο συγκακουργεῑν τῇ κόρη τοὺς γονεῑς», Δίον. Αλ.) 2. απόλ. συμπράττω σε βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κακουργῶ «βλάπτω, κακοποιώ» (< κακοῦργος)] …   Dictionary of Greek

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»