-
1 κακοποιος
-
2 κακοποιός
{прил., 5}делающий зло, зловредный; как сущ. злодей.Ссылки: Ин. 18:30; 1Пет. 2:12, 14; 3:16; 4:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κακοποιός
-
3 κακοποιός
{прил., 5}делающий зло, зловредный; как сущ. злодей.Ссылки: Ин. 18:30; 1Пет. 2:12, 14; 3:16; 4:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κακοποιός
-
4 κακοποιός
ός, ό[ν] 1. злодейский; преступный;2. (ο, η) злоумышленни|к, -ца, преступник, -ца, злодей, -ка -
5 κακοποιός
делающий зло, зловредный; как сущ. злодей.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κακοποιός
-
6 κακοποιὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κακοποιὸς
-
7 επαγγελματίας
-
8 2555
{прил., 5}делающий зло, зловредный; как сущ. злодей.Ссылки: Ин. 18:30; 1Пет. 2:12, 14; 3:16; 4:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2555
См. также в других словарях:
κακοποιός — doing ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… … Dictionary of Greek
κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοποιόν — κακοποιός doing ill masc/fem acc sg κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιοί — κακοποιός doing ill masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιούς — κακοποιός doing ill masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιά — κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιέ — κακοποιός doing ill masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιῷ — κακοποιός doing ill masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
κακότροπος — η, ο (ΑΜ κακότροπος, ον) αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος μσν. 1. κακοποιός 2. άξεστος, αγροίκος 3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον κακή διάθεση, δυστροπία μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek