-
1 κακοποιία
κακοποιΐᾱ, κακοποιίαevil-doing: fem nom /voc /acc dualκακοποιΐᾱ, κακοποιίαevil-doing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κακοποιΐαι, κακοποιίαevil-doing: fem nom /voc plκακοποιΐᾱͅ, κακοποιίαevil-doing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κακοποιίᾳ
Βλ. λ. κακοποιία -
3 κακοποιΐα
κᾰκοποι-ΐα, ἡ,A evil-doing, Arist. Rh.Al. 1432a9, Chrysipp.Stoic.2.249: pl., injuries, Isoc.12.122; opp. εὐεργεσίαι, Id.1.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοποιΐα
-
4 κακοποιίας
κακοποιΐᾱς, κακοποιίαevil-doing: fem acc plκακοποιΐᾱς, κακοποιίαevil-doing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 κακοποιίαν
κακοποιΐᾱν, κακοποιίαevil-doing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 κακοποιίαις
κακοποιΐαις, κακοποιίαevil-doing: fem dat pl -
7 κακοποίησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοποίησις
См. также в других словарях:
κακοποιία — κακοποιΐᾱ , κακοποιία evil doing fem nom/voc/acc dual κακοποιΐᾱ , κακοποιία evil doing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιία — κακοποιΐα, ἡ (Α) [κακοποιός] 1. κακή πράξη, κακοποίηση, το να κάνει κανείς το κακό 2. πληθ. αἱ κακοποιίαι βλάβες, αδικίες, ύβρεις («τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιΐας», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
κακοποιίᾳ — κακοποιΐαι , κακοποιία evil doing fem nom/voc pl κακοποιΐᾱͅ , κακοποιία evil doing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιίας — κακοποιΐᾱς , κακοποιία evil doing fem acc pl κακοποιΐᾱς , κακοποιία evil doing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιίαν — κακοποιΐᾱν , κακοποιία evil doing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποίηση — η (AM κακοποίησις) [κακοποιώ] νεοελλ. 1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη 2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά 3. βιασμός, ατίμωση διά τής βίας 4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση τής αλήθειας») μσν.… … Dictionary of Greek
κακοποιίαις — κακοποιΐαις , κακοποιία evil doing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)