-
1 κακοπάθεια
κακο-πάθεια, ἡ, Leiden, Unglück -
2 μόχθος
μόχθος, ὁ (vgl. μόγος, verwandt mit ἄχϑος u. ὄχϑος), Anstrengung, Mühe; Kampfesmühe, Hes. Sc. 306; δορυσσόντων μόχϑων ἄταν, Soph. Ai. 1167; oft bei Pind., ἐξαίρετον ἕλε μόχϑον, P. 2, 30, μόχϑον δύστανον ἀμφέπει, 4, 268, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχϑον, I. 7, 11, μόχϑων ἀμπνοάν, ἀμοιβάν, O. 8, 7 N. 5, 48; μάτην ὁ μόχϑος, Aesch. Ch. 514; so von den Arbeiten des Herakles, Soph. Tr. 1091; ϑήρας μόχϑον ἐκλελοιπότα, Eur. Hipp. 52; ταύτης ὁ μόχϑος ϑάπτειν πόσιν, Mel. 1276; ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχϑον ἔχειν, Epigr. bei Aesch. 3, 184; übh. Mühsal, Noth, Elend, μυρίοις μόχϑοις διακναιόμενον, Aesch. Prom. 539 u. öfter; τλάμων ἄρ' ἐγὼ καὶ μόχϑῳ λωβατός, Soph. Phil. 1090; τοῖς ϑανοῦσι μόχϑος οὐ προςγίγνεται, Tr. 1163; Eur. oft u. sp. D.; auch in späterer Prosa, wie N. T. – Hesych. erkl. πόνος u. κακοπάϑεια.
-
3 δύη
δύη, ἡ, Unglück, Elend = Att. Prosa κακοπάϑεια; Homer viermal, Odyss 14, 215. 338. 18, 53. 81; merkwürdig ist Odyss. 14, 338 ὄφρ' ἔτι πάγχυ δύης ἐπὶ πῆμα γενοίμην, Scholl. Ἀριστοφάνης δύῃ ἐπὶ πῆμα γένηται, ἀντὶ τοῠ ἐπὶ τῇ δύῃ· ἵνα μοι πῆμα ἄλλο γένηται. δύναται δὲ λείπειν ἡ ἐξ, ἵν' ᾖ ἐκ τῆς δύης ἐπὶ βλάβην ἔλϑοιμι; vgl. Odyss. 3, 152 ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο. Ueber die Abstammung des Wortes vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 60, 32 u. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1 S. 204. – Aeschyl Prom. 513 πημοναῖς δύαις τε; Eum. 562 ἀμηχάνοις δύαις, u. öfter; δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ Soph. Ant. 1295; χωρεῖ πρὸς ἧπαρ γενναία δύη Ai. 918; sp. D., wie Nic. Al. 19 Th 920. Auch App. B. C. 4, 42.
-
4 ὄτλος
См. также в других словарях:
κακοπαθεία — κακοπαθείᾱ , κακοπάθεια distress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείᾳ — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθεια — distress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… … Dictionary of Greek
κακοπάθεια — η κακουχία, ταλαιπωρία: Πολλά παιδιά αρρωσταίνουν από τις κακοπάθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπαθείας — κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem acc pl κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείαι — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθειῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείαις — κακοπάθεια distress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείης — κακοπάθεια distress fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθιῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl κακοπαθία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)