-
1 κακοξυνετος
2хитрый, способный на плутни, злокозненный, коварный, зловредныйοὐκ ἀξυνετώτερος, κακοξυνετώτερος δέ Thuc. — не более глупый, но более коварный
-
2 κακοξύνετος
κᾰκο-ξύνετος, ον,A wise for evil, οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ not less wise, but more wise for evil, Th. 6.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοξύνετος
-
3 κακοξύνετος
κακο-ξύν-ετος, zum Bösen klug, arglistig -
4 κακοξυνετωτέρου
κακοξύνετοςwise for evil: masc /neut gen comp sg
См. также в других словарях:
κακοξύνετος — κακοξύνετος, ον (Α) ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ξυνετός] … Dictionary of Greek
κακοξυνετωτέρου — κακοξύνετος wise for evil masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek