Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κακοξύνετος

См. также в других словарях:

  • κακοξύνετος — κακοξύνετος, ον (Α) ευφυής, συνετός στο κακό («οὐκ ἀξυνετωτέρου, κακοξυνετωτέρου δέ» όχι λιγότερο συνετού, αλλά συνετότερου στο κακό, Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ξυνετός] …   Dictionary of Greek

  • κακοξυνετωτέρου — κακοξύνετος wise for evil masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»