-
1 баловать
-
2 indulge
1) (to allow (a person) to do or have what he wishes: You shouldn't indulge that child.) κακομαθαίνω2) (to follow (a wish, interest etc): He indulges his love of food by dining at expensive restaurants.) ικανοποιώ3) (to allow (oneself) a luxury etc: Life would be very dull if we never indulged (ourselves).) κάνω αυτό που τραβά η καρδιά μου•- indulgent
- indulge in -
3 ruin
['ru:in] 1. noun1) (a broken, collapsed or decayed state: the ruin of a city.) ερείπιο/-α, συντρίμι(α)2) (a cause of collapse, decay etc: Drink was his ruin.) καταστροφή3) (financial disaster; complete loss of money: The company is facing ruin.) (οικονομική) καταστροφή, χρεωκοπία2. verb1) (to cause ruin to: The scandal ruined his career.) καταστρέφω2) (to spoil; to treat too indulgently: You are ruining that child!) κακομαθαίνω•- ruined
- ruins
- in ruins -
4 spoil
[spoil]past tense, past participles - spoiled, spoilt; verb1) (to damage or ruin; to make bad or useless: If you touch that drawing you'll spoil it.) καταστρέφω,χαλώ,φθείρω2) (to give (a child etc) too much of what he wants and possibly make his character, behaviour etc worse by doing so: They spoil that child dreadfully and she's becoming unbearable!) κακομαθαίνω•- spoils- spoilt
- spoilsport -
5 баловать
[μπάλαβατ'] ρ. κακομαθαίνω -
6 баловать
[μπάλαβατ'] ρ κακομαθαίνω -
7 баловать
-лую, -луешь, ρ.δ. παθ. μτχ. балованный, βρ: ван, -а, -о1. μ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, κακοσυνηθίζω, χαλνώ.2. βλ. баловаться (1 σημ.) ασχολούμαι με κάτι. || (για ζώα) παίζω, πηδώ.3. ληστεύω, κάνω ληστείες.1. αταχτώ, κάνω αταξίες. || ασχολούμαι με κάτι.2. ληστεύω, κάνω ληστείες. -
8 избаловать
-лую, -луешь,пав. μτχ. παρλθ. χρ. избалованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, κακοανατρέφω.είμαι παραχαϊδεμένος, με παραχαϊδεύουν. || αταχτώ πολύ. -
9 перебаловать
-луга, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебалованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. (όλους ή πολλούς)• παραχαϊδεύω• κακομαθαίνω, κακοσυνηθίζω. -
10 spoil
1) κακομαθαίνω2) παραχαϊδεύω3) χαλώ
См. также в других словарях:
κακομαθαίνω — κακομαθαίνω, κακόμαθα, κακομαθημένος βλ. πίν. 176 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακομαθαίνω — 1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς 2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω 3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά») 4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, η, ο α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
κακομαθαίνω — κακόμαθα, κακομαθημένος 1. μαθαίνω κάτι στραβά: Το κακόμαθες το τραγούδι. 2. αποκτώ κακή συνήθεια: Έχει κακομάθει στην τεμπελιά. 3. κακοσυνηθίζω κάποιον: Μ αυτά που κάνεις το κακομαθαίνεις το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοσυνηθίζω — 1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
καλομαθαίνω — 1 καλόμαθα, καλομαθημένος βλ. πίν. 176 2 καλοέμαθα βλ. πίν. 176 Σημειώσεις: καλομαθαίνω : ο τύπος καλόμαθα αντιστοιχεί στην έννοια → κακομαθαίνω, ενώ το καλοέμαθα στην έννοια → μαθαίνω κάτι καλά … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακοσυνηθίζω — ισα, κακοσυνηθισμένος 1. αμτβ., κακομαθαίνω, αποκτώ κακές συνήθειες: Κακοσυνήθισε στο ξενύχτι και δεν μπορεί να κοιμηθεί εύκολα. 2. μτβ., κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες: Τον κακοσυνήθισες με το μεγάλο χαρτζιλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)