-
1 κακολογικος
См. также в других словарях:
κακολογικός — ή, ό (AM κακολογικός, ή, όν) [κακολογία] αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός … Dictionary of Greek
κακολογικόν — κακολογικός vituperative masc acc sg κακολογικός vituperative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)