-
1 κακολογείσθαι
-
2 κακολογεῖσθαι
См. также в других словарях:
κακολογεῖσθαι — κακολογέω revile pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κακολογείσθαι
2 κακολογεῖσθαι
κακολογεῖσθαι — κακολογέω revile pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)