-
1 κακοδοξια
См. также в других словарях:
κακοδοξία — κακοδοξίᾱ , κακοδοξία bad repute fem nom/voc/acc dual κακοδοξίᾱ , κακοδοξία bad repute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίᾳ — κακοδοξίαι , κακοδοξία bad repute fem nom/voc pl κακοδοξίᾱͅ , κακοδοξία bad repute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξία — η (AM κακοδοξία) [κακόδοξος] αιρετική θρησκευτική δοξασία αρχ. κακή φήμη, ανυποληψία … Dictionary of Greek
κακοδοξία — η 1. κακή φήμη, ανυποληψία, κακό όνομα. 2. (εκκλησ.), πίστη σε σφαλερά θρησκευτικά δόγματα, ανορθοδοξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδοξίας — κακοδοξίᾱς , κακοδοξία bad repute fem acc pl κακοδοξίᾱς , κακοδοξία bad repute fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίαι — κακοδοξία bad repute fem nom/voc pl κακοδοξίᾱͅ , κακοδοξία bad repute fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίαν — κακοδοξίᾱν , κακοδοξία bad repute fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξιῶν — κακοδοξία bad repute fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίαις — κακοδοξία bad repute fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξίην — κακοδοξία bad repute fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek