-
1 κακοδικία
κακοδικίᾱ, κακοδικίαcorruption of justice: fem nom /voc /acc dualκακοδικίᾱ, κακοδικίαcorruption of justice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 κακοδικια
-
3 κακοδικία
κᾰκο-δῐκία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδικία
-
4 κακοδικία
κακο-δικία, ἡ, böswillig angestellter Prozess -
5 κακοδικίας
κακοδικίᾱς, κακοδικίαcorruption of justice: fem acc plκακοδικίᾱς, κακοδικίαcorruption of justice: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
κακοδικία — κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc/acc dual κακοδικίᾱ , κακοδικία corruption of justice fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδικία — Πρόκληση ζημίας από δικαστικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω δόλου, βαριάς αμέλειας ή αρνησιδικίας. Σχετικά προβλέπεται από το άρθρο 99 του Συντάγματος το ειδικό δικαστήριο αγωγών κ. Το δικαστήριο συγκροτείται από τον… … Dictionary of Greek
κακοδικία — η δικαστική απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο και τους νόμους, άδικη κρίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοδικίας — κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem acc pl κακοδικίᾱς , κακοδικία corruption of justice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)