-
1 κακοβουλία
κακοβουλίᾱ, κακοβουλίαill-advisedness: fem nom /voc /acc dualκακοβουλίᾱ, κακοβουλίαill-advisedness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κακοβουλίᾱͅ, κακοβουλίαill-advisedness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κακοβουλια
-
3 κακοβουλίᾳ
Βλ. λ. κακοβουλία -
4 κακοβουλία
η злонамеренность; злопыхательство; недоброжелательность -
5 κακοβουλία
κᾰκοβουλ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοβουλία
-
6 κακοβουλία
κακο-βουλία, ἡ, das Wesen des κακόβουλος, das Schlechtberatensein, schlechter Rat -
7 κακοβουλίας
κακοβουλίᾱς, κακοβουλίαill-advisedness: fem acc plκακοβουλίᾱς, κακοβουλίαill-advisedness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 κακοβουλίαν
κακοβουλίᾱν, κακοβουλίαill-advisedness: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 κακοβουλίαις
κακοβουλίαill-advisedness: fem dat pl -
10 κακο-βουλοσύνη
κακο-βουλοσύνη, ἡ, = κακοβουλία, Or. Sib.
-
11 δυς-βουλία
δυς-βουλία, ἡ, Schlechtberathenheit, Thorheit, VLL. κακοβουλία, ἀφροσύνη; Aesch. Spt. 784 Ag. 1591 Soph. Ant. 95 Ar. Nubb. 578.
-
12 κακογνωμοσύνη
κᾰκο-γνωμοσύνη, ἡ,A = κακοβουλία, Aesop.417b, Thd.Ps.25(26).10: pl., Sch.E.Ph. 1727.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακογνωμοσύνη
См. также в других словарях:
κακοβουλία — κακοβουλίᾱ , κακοβουλία ill advisedness fem nom/voc/acc dual κακοβουλίᾱ , κακοβουλία ill advisedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλίᾳ — κακοβουλίᾱͅ , κακοβουλία ill advisedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλία — η (AM κακοβουλία) [κακόβουλος] το να είναι κανείς κακόβουλος, εμπάθεια, μοχθηρία … Dictionary of Greek
κακοβουλίας — κακοβουλίᾱς , κακοβουλία ill advisedness fem acc pl κακοβουλίᾱς , κακοβουλία ill advisedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλίαν — κακοβουλίᾱν , κακοβουλία ill advisedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλίαις — κακοβουλία ill advisedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
злосоветие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (κακοβουλία) злое намерение, злоумышление … Словарь церковнославянского языка
κακοβουλοσύνη — κακοβουλοσύνη, ἡ (Α) [κακόβουλος] κακοβουλία* … Dictionary of Greek
καταχθονιότητα — η δολιότητα, κακοβουλία, κατεργαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταχθόνιος. Η λ., στον λόγιο τ. καταχθονιότης, μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό σύγγραμμα (Νέα) Πανδώρα] … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0565 Chronological Sequence: Unknown date, 14c գ. κακοφροσύνη, κακοβουλία, δυσβουλία, ἁβουλία mala mens, insana opinio, temeritas. Չար եւ անօրէն խորհուրդ. անտեղի մտածութիւն. յանդգնութիւն. անմտութիւն. *Եթէ ըստ ոմանց չարախոհութեանն ի բաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)