-
1 κακανέω
κακανέω, bei Plut. Lac. apophth. p. 244 sagt ein Lacedämonier von Tyrtäus ἀγαϑὸς κακανεῖν νέων ψυχάς, soll wahrscheinlich κατακονᾶν heißen, aufzuregen, zu ermuthigen. Vgl. κακκανῆν.
См. также в других словарях:
κακκανήν — κακκανῆν (Α) (δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση τού τ σε κ) < κατ ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. τού ρ. κατ ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη] … Dictionary of Greek
κακκανῆν — κατά καίνω kill aor inf act (epic doric) κατά καίνω kill fut inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)