Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κακκανῆν

См. также в других словарях:

  • κακκανήν — κακκανῆν (Α) (δωρ. τ. απρμφ.) πιθ. εξάπτω, διεγείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκονῆν (με αφομοίωση τού τ σε κ) < κατ ακονῆν με αποκοπή, απρμφ. τού ρ. κατ ακονάω (< κατά + ἀκονάω < ἀκόνη] …   Dictionary of Greek

  • κακκανῆν — κατά καίνω kill aor inf act (epic doric) κατά καίνω kill fut inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»