-
1 κακεντρεχή
κακεντρεχήςactive in mischief: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 κακεντρεχῆ
κακεντρεχήςactive in mischief: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
κακεντρεχῆ — κακεντρεχής active in mischief neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κακεντρεχής active in mischief masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κακεντρεχής active in mischief masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσσα — ἴσσα (Α) επιφώνημα που δηλώνει κακεντρεχή χαρά για τη δυστυχία κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία. Πρβλ. και σίττα] … Dictionary of Greek
εχιδνότοκος — ἐχιδνότοκος, ον (ΑΜ) ο γεννημένος από έχιδνα μσν. μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτί τοκος, πυρί τοκος] … Dictionary of Greek
φυτρώνω — ΝΜ, και τ. φυτροῦμαι, όομαι, Μ [φύτρα] (αμτβ.) (για φυτό) φύομαι, βγάζω φύτρο, βλαστάνω, ξεφυτρώνω νεοελλ. 1. φρ. «φυτρώνει εκεί που δεν τόν σπέρνουν» επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις ή σε συζητήσεις, χωρίς να τού τό έχουν ζητήσει 2. παροιμ. «όθε… … Dictionary of Greek