-
1 κακεντρεχείς
κακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem acc plκακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 κακεντρεχεῖς
κακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem acc plκακεντρεχήςactive in mischief: masc /fem nom /voc pl (attic epic)
См. также в других словарях:
κακεντρεχεῖς — κακεντρεχής active in mischief masc/fem acc pl κακεντρεχής active in mischief masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακεντρεχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, μοχθηρός, δόλιος, φθονερός: Κακεντρεχείς άνθρωποι θα μπορούσαν να κάνουν αυτή την πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)