Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κακεντρεχείᾳ

См. также в других словарях:

  • κακεντρεχείᾳ — κακεντρεχείᾱͅ , κακεντρέχεια activity in mischief fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακεντρέχεια — activity in mischief fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακεντρέχεια — η (AM κακεντρέχεια) [κακεντρεχής] κακία και δολιότητα, χαιρεκακία, μοχθηρία …   Dictionary of Greek

  • κακεντρέχεια — η εμπάθεια, μοχθηρία, κακία: Η πράξη αυτή φανερώνει μεγάλη κακεντρέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακεντρεχείας — κακεντρεχείᾱς , κακεντρέχεια activity in mischief fem acc pl κακεντρεχείᾱς , κακεντρέχεια activity in mischief fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακεντρεχείαι — κακεντρεχείᾱͅ , κακεντρέχεια activity in mischief fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακεντρεχείαις — κακεντρέχεια activity in mischief fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακεντρέχειαν — κακεντρέχεια activity in mischief fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπάθεια — η (Α ἐμπάθεια) νεοελλ. μοχθηρό πάθος, κακεντρέχεια αρχ. ισχυρό πάθος …   Dictionary of Greek

  • κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… …   Dictionary of Greek

  • κακόθελος — κακόθελος, ον (Μ) [κακοθελής] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου. επίρρ... κακοθελῶς (AM) δυσμενώς, με κακεντρέχεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»