-
1 κακεντρεχεία
-
2 κακεντρεχείᾳ
-
3 κακεντρέχεια
κακεντρέχειαactivity in mischief: fem nom /voc sg -
4 κακεντρέχεια
κᾰκ-εντρέχεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακεντρέχεια
-
5 κακεντρέχεια
animosityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κακεντρέχεια
-
6 κακεντρεχείας
κακεντρεχείᾱς, κακεντρέχειαactivity in mischief: fem acc plκακεντρεχείᾱς, κακεντρέχειαactivity in mischief: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 κακεντρεχείαι
κακεντρεχείᾱͅ, κακεντρέχειαactivity in mischief: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 κακεντρεχείαις
κακεντρέχειαactivity in mischief: fem dat pl -
9 κακεντρέχειαν
κακεντρέχειαactivity in mischief: fem acc sg
См. также в других словарях:
κακεντρεχείᾳ — κακεντρεχείᾱͅ , κακεντρέχεια activity in mischief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακεντρέχεια — activity in mischief fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακεντρέχεια — η (AM κακεντρέχεια) [κακεντρεχής] κακία και δολιότητα, χαιρεκακία, μοχθηρία … Dictionary of Greek
κακεντρέχεια — η εμπάθεια, μοχθηρία, κακία: Η πράξη αυτή φανερώνει μεγάλη κακεντρέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακεντρεχείας — κακεντρεχείᾱς , κακεντρέχεια activity in mischief fem acc pl κακεντρεχείᾱς , κακεντρέχεια activity in mischief fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακεντρεχείαι — κακεντρεχείᾱͅ , κακεντρέχεια activity in mischief fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακεντρεχείαις — κακεντρέχεια activity in mischief fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακεντρέχειαν — κακεντρέχεια activity in mischief fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπάθεια — η (Α ἐμπάθεια) νεοελλ. μοχθηρό πάθος, κακεντρέχεια αρχ. ισχυρό πάθος … Dictionary of Greek
κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… … Dictionary of Greek
κακόθελος — κακόθελος, ον (Μ) [κακοθελής] κακοθελητής*, κακόβουλος, αυτός που θέλει το κακό κάποιου. επίρρ... κακοθελῶς (AM) δυσμενώς, με κακεντρέχεια … Dictionary of Greek