Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

καιρῷ

  • 1 Betimes

    adv.
    Early: P. and V. πρῴ. Seasonably, adv.; P. εὐκαίρως, P. and V. καιρίως (Xen.), καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρόν, εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον; see Seasonably.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Betimes

  • 2 Nick

    subs.
    Nick of time: P. and V. καιρός, ὁ.
    In the nick of time: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, ἐν τῷ δέοντι, εἰς δέον, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, P. εὐκαίρως, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι, εἰς ἀρτκολλον, εἰς ἀκριβές, καιρίως (also Xen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nick

  • 3 Opportunely

    adv.
    P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρόν, ἐν τῷ δέοντι, εἰς δέον, ἐν καλῷ, εἰς κλον, V. πρὸς καιρὸν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι, εἰς ἀρτκολλον, εἰς ἀκριβές, καιρίως (also Xen.). P. εὐκαίρως
    Fittingly: P. and V. πρεπόντως, συμμέτρως, P. προσηκόντως, V. ἐναισμως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opportunely

  • 4 Seasonably

    adv.
    P. εὐκαίρως, P. and V. καιρίως (Xen.), καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρόν, εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι.
    In the nick of time: V. εἰς ἀρτκολλον, εἰς ἀκριβές.
    Fittingly: P. and V. συμμέτρως, πρεπόντως, P. προσηκόντως, V. ἐναισμως; see Fitly.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seasonably

  • 5 Time

    subs.
    Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.
    What time is it? Ar. and P. πηνκα ἐστί;
    About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).
    Generally; P. and V. χρόνος, ὁ, V. ἡμέρα, ἡ.
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.
    Generation: P. and V. αἰών, ὁ, Ar. and P. ἡλικία, ἡ.
    Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ; see Delay.
    Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.
    Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.
    There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.
    It is open: P. and V. παρέχει, ἔξεστι, πρεστι.
    After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.
    Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. See
    ing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).
    As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).
    At another time: P. and V. ἄλλοτε.
    At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.
    At one time: see Once.
    At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.
    At the present time: P. and V. νῦν; see Now.
    At some time or other: P. and V. ποτε ( enclitic).
    At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).
    At the time of: P. παρά (acc.).
    To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).
    At that time: see Then.
    At what time? P. and V. πότε;
    At what hour? Ar. and P. πηνκα; indirect, Ar. and P. ὅποτε, P. and V. ὁπηνκα.
    For a time: P. and V. τέως.
    For all time: P. and V. εί, δι τέλους; see for ever, under Over.
    For the third time: P. and V. τρτον, P. τὸ τρίτον.
    From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.
    From time to time: P. and V. εί.
    Have time, v.: P. and V. σχολάζειν, σχολὴν ἔχειν.
    In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.
    At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.
    They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).
    In the time of: Ar. and P. ἐπ (gen.).
    Lose time, v.: see waste time.
    Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).
    Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,
    involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.
    It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.
    To another time, put off to another time: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρβειν, βραδνειν, Ar. and P. διατρβειν: see Delay.
    Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.
    Many times: P. and V. πολλκις.
    Three times: P. and V. τρς.
    A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.
    How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).
    Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).
    How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).
    ——————
    subs.
    Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.
    Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).
    One who gives the time ( to rowers): P. and V. κελευστής, ὁ.
    ——————
    v. trans.
    Arrange P. and V. τθεσθαι.
    Measure: P. and V. μετρεῖν.
    Well-timed, adj.: see Timely.
    Ill-timed: P. and V. καιρος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time

  • 6 время

    врем||я
    с
    1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:
    с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·
    2. (час, срок) ἡ ῶρα:
    сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·
    3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:
    рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·
    4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:
    во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·
    5. грам. ὁ χρόνος:
    настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ.

    Русско-новогреческий словарь > время

  • 7 мирный

    ми́рн||ый
    прил
    1. εἰρηνικός, ήσυχος; \мирный договор ἡ συνθήκη είρήνης· \мирныйые переговоры διαπραγματεύσεις ἐΙρήνης» \мирныйое урегулирование ὁ είρηνικός δια» κανονισμός· \мирныйая политика ἡ πολιτική είρήνης· в \мирныйое время ἐν καιρώ είρήνης·
    2. (спокойный) ήρεμος, είρηνικός, ήσυχος, φιλήσυχος:
    \мирныйая беседа ἡ ήρεμη συζήτηση· \мирныйым тоном σέ ήρεμο τόνο. ήρεμα.

    Русско-новогреческий словарь > мирный

  • 8 окопаться

    окоп||аться
    1. см. окапываться·
    2. перен βολεύομαι:
    \окопатьсяаться в тылу́ κάθομαι (или βολεύομαι) στά μετόπισθεν (ἐν καιρώ πολέμου). ὀκοροκ м τό χοιρομέρι, τό χοιρομήριον, τό ζαμπόν (свиной)/ ὁ μηρός προβάτου, τό μερί, τό μπούτι (бараний).

    Русско-новогреческий словарь > окопаться

  • 9 in due course

    (at the appropriate or normal time: In due course, this seed will grow into a tree.) εκ καιρώ

    English-Greek dictionary > in due course

  • 10 Punctually

    adv.
    At the right time: P. and V. εἰς καιρόν, ἐν καιρῷ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Punctually

См. также в других словарях:

  • καιρώ — καιρῶ, όω (Α) [καίρος] συνδέω τις άκρες τού στημονιού στον καῑρο τού αργαλειού …   Dictionary of Greek

  • Καιρῶ — Καιρός due measure masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρῶ — καιρός due measure masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres subj act 1st sg καιρόω row of thrums pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιρῷ — Καιρός due measure masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρῷ — καιρός due measure masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίρω — καῖρος row of thrums masc nom/voc/acc dual καῖρος row of thrums masc gen sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καιρόω row of thrums imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίρῳ — καῖρος row of thrums masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιρῶι — Καιρῷ , Καιρός due measure masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιρῶι — καιρῷ , καιρός due measure masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίρωι — καίρῳ , καῖρος row of thrums masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»