-
1 καινοταφος
См. также в других словарях:
κηπόταφος — κηπόταφος, ὁ και κηπόταφον, τὸ (Α) πάπ. το κηποτάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + τάφος (< τάφος), πρβλ. καινό ταφος, ομό ταφος] … Dictionary of Greek
ιεροτάφιον — ἱεροτάφιον, τὸ (Μ) ιερός τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τάφιον (< τάφος), πρβλ. καινο τάφιον, ξενο τάφιον] … Dictionary of Greek