Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καινό-λεκτος

См. также в других словарях:

  • νεόλεκτος — (I) η, ο αυτός που λέχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιό λεκτος, καινό λεκτος]. (II) ο (ΑΜ νεόλεκτος, ον) αυτός που κατατάχθηκε στον στρατό πρόσφατα, νεοσύλλεκτος νεοελλ. φρ. «νεόλεκτοι ίπποι» ίπποι που… …   Dictionary of Greek

  • ισόλεκτος — ἰσόλεκτος, ον (Μ) (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ίσες, δηλ. ισοσύλλαθες λέξεις, ή, κατ άλλη ερμηνεία, που έχει συντεθεί αντιθετικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος, κοινό λεκτος] …   Dictionary of Greek

  • κοινόλεκτος — η, ο (Α κοινόλεκτος, ον) (για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός. επίρρ... κοινολέκτως (Α) στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + …   Dictionary of Greek

  • χριστόλεκτος — ον, Μ εκκλ. 1. αυτός που έχει λεχθεί από τον Χριστό 2. αυτός που εκλέχθηκε από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + λεκτός (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόλεκτος — ον, Μ χρυσορρήμων, χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»