-
1 καινο-σχήμων
καινο-σχήμων, ον, od. καινό-σχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust.
-
2 καινοσχήμων
καινο-σχήμων, ον, od. καινό-σχημος, u. καινο-σχημάτιστος, neugestaltet, ungewöhnlich
См. также в других словарях:
κακοσχήμων — κακοσχήμων, όσχημον (Α) απρεπής, άτοπος. επίρρ... κακοσχημόνως (Α) με κακοσχήμονα τρόπο, όχι κόσμια, κακώς, απρεπώς, ατόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. απλο σχήμων, καινο σχήμων] … Dictionary of Greek