Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

καινούργιος

  • 1 молодой

    молодой 1) νέος» νεαρός· \молодойчеловек о νεαρός 2) перен. φρέσκος, καινούργιος
    * * *
    1) νέος, νεαρός

    молодо́й челове́к — ο νεαρός

    2) перен. φρέσκος, καινούργιος

    Русско-греческий словарь > молодой

  • 2 новый

    новый νέος, καινούργιος
    * * *
    νέος, καινούργιος

    Русско-греческий словарь > новый

  • 3 ненадеванный

    ненадеванный
    прил разг ἀφόρετος, καινούργιος.

    Русско-новогреческий словарь > ненадеванный

  • 4 свежий

    свеж||ий
    прил
    1. φρέσκος, νωπός:
    \свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·
    2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:
    на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·
    3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:
    на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·
    4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:
    \свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·
    5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:
    \свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·
    6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:
    \свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·
    7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):
    со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > свежий

  • 5 новый

    [νόβυΐ] εκ. νέος, καινούργιος

    Русско-греческий новый словарь > новый

  • 6 новый

    [νόβυϊ] επ νέος, καινούργιος

    Русско-эллинский словарь > новый

См. также в других словарях:

  • καινούργιος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Θήβα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή. 2. Κίτσος. Καταγόταν από την Ακαρνανία. Συμμετείχε σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • καινούργιον — καινούργιος newly made masc acc sg καινούργιος newly made neut nom/voc/acc sg καινουργέω make new imperf ind act 3rd pl (doric) καινουργέω make new imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινουργεύω — [καινούργιος] καινουργώνω, διορθώνω, επισκευάζω κάτι παλιό ώστε να φαίνεται σαν καινούργιο …   Dictionary of Greek

  • καινουργίου — καινούργιος newly made masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινούργια — καινούργιος newly made neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • νοβέλλος — νοβέλλος, α, ον (Μ) 1. καινούργιος 2. (για τρόφιμα) φρέσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. novello < λατ. novus «καινούργιος»] …   Dictionary of Greek

  • νόβα — Βλ. λ. καινοφανής αστέρας. * * * (I) η εκρηγνυόμενος αστέρας, τού οποίου η λαμπρότητα αυξάνεται πρόσκαιρα μέχρι μερικές χιλιάδες φορές σε σχέση με το κανονικό της επίπεδο, αλλ. καινοφανής αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

  • νόβος — νόβος, α, ον (Μ) 1. καινούργιος, νέος 2. το ουδ. ως ουσ. τό νόβον καθετί το νέο, το καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. novo < λατ. novus «καινούργιος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»