-
1 καινοτομούμεν
καινοτομέωcut fresh into: pres ind act 1st pl (attic epic doric)καινοτομέωcut fresh into: imperf ind act 1st pl (attic epic doric) -
2 καινοτομοῦμεν
καινοτομέωcut fresh into: pres ind act 1st pl (attic epic doric)καινοτομέωcut fresh into: imperf ind act 1st pl (attic epic doric) -
3 καινο-τομέω
καινο-τομέω, neu anschneiden, eigtl. im Bergwerk, Phot. lex. καινὴν λατομίαν τέμνειν; so Xen. Vect. 4, 27, einen neuen Gang anschürfen; gew. übertragen, neu machen, neuern, δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν Ar. Vesp. 876; bes. im Politischen, εἰ καινοτομεῖν ἐϑελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠϑάσι λίαν τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν Eccl. 584; περὶ τὰ ϑεῖα Plat. Euthyph. 3 b, öfter, wie Arist. polit. 2, 7; Dem. vrbdt ἵνα τὰ νομιζόμενα γίγνηται τοῖς ϑεοῖς καὶ μηδὲν καταλύηται μηδὲ καινοτομῆται, 59, 75; καὶ στασιάζειν Pol. 1, 9, 1; τὶ κατά τινος, 3, 70, 4; a. Sp.; καινοτομηϑεὶς ῥυϑμός Diosc. 29 (VII, 707).
См. также в других словарях:
καινοτομοῦμεν — καινοτομέω cut fresh into pres ind act 1st pl (attic epic doric) καινοτομέω cut fresh into imperf ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοτομώ — (AM καινοτομῶ, έω) [καινοτόμος] 1. κάνω κάτι νέο 2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», Αριστοφ.) 3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία μσν. ανανεώνω αρχ. 1. σκάβω… … Dictionary of Greek