Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καινοτομοῦμεν

См. также в других словарях:

  • καινοτομοῦμεν — καινοτομέω cut fresh into pres ind act 1st pl (attic epic doric) καινοτομέω cut fresh into imperf ind act 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοτομώ — (AM καινοτομῶ, έω) [καινοτόμος] 1. κάνω κάτι νέο 2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», Αριστοφ.) 3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία μσν. ανανεώνω αρχ. 1. σκάβω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»