Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καινολογία

См. также в других словарях:

  • καινολογία — καινολογίᾱ , καινολογία strange language fem nom/voc/acc dual καινολογίᾱ , καινολογία strange language fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινολογίᾳ — καινολογίᾱͅ , καινολογία strange language fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινολογία — καινολογία, ἡ (Α) [καινολόγος] καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία …   Dictionary of Greek

  • καινολογίας — καινολογίᾱς , καινολογία strange language fem acc pl καινολογίᾱς , καινολογία strange language fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινολογίαις — καινολογία strange language fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»